κοσμοκράτωρ

κοσμοκράτωρ
2888 κοσμοκράτωρ
{сущ., 1}
мироправитель, владыка мира (Еф. 6:12).*
ключ.сл.

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κοσμοκράτωρ" в других словарях:

  • κοσμοκράτωρ — κοσμοκράτωρ, ορος, ὁ (ΑM) βλ. κοσμοκράτορας …   Dictionary of Greek

  • κοσμοκράτωρ — lord of the world masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμοκρατόρων — κοσμοκράτωρ lord of the world masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμοκράτορ — κοσμοκράτωρ lord of the world masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμοκράτορα — κοσμοκράτωρ lord of the world masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμοκράτορας — κοσμοκράτωρ lord of the world masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμοκράτορες — κοσμοκράτωρ lord of the world masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμοκράτορι — κοσμοκράτωρ lord of the world masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμοκράτορος — κοσμοκράτωρ lord of the world masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμοκράτορσι — κοσμοκράτωρ lord of the world masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμοκράτορσιν — κοσμοκράτωρ lord of the world masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»